- σοβαρον
- σοβαρόνσοβᾰρόνadv. заносчиво, надменно
(γελᾶν Theocr., Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γελᾶν Theocr., Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
σοβαρόν — σοβαρός rushing masc acc sg σοβαρός rushing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοβαρός — ή, ό / σοβαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ και α, Ν νεοελλ. 1. συγκρατημένος, αξιοπρεπής, φρόνιμος, συνετός, αυστηρός (α. «σοβαρός άνθρωπος» β. «σοβαρή συμπεριφορά») 2. σημαντικός, αξιοπρόσεκτος («σοβαρό ζήτημα») 3. δύσκολος, κρίσιμος, επικίνδυνος (α.… … Dictionary of Greek
σοναρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥωμαλέον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε σοβαρόν ή σθεναρόν] … Dictionary of Greek